- εἰρηνῶ
- εἰρηνέωpres subj act 1st sg (attic epic doric)εἰρηνέωpres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ειρηνώ — εἰρηνῶ ( έω) (Α) 1. ειρηνεύω 2. μέσ. εἰρηνοῡμαι καθησυχάζω, συμφιλιώνομαι … Dictionary of Greek